δοκιμότητα

δοκιμότητα
η (AM δοκιμότης) [δόκιμος]
η ιδιότητα τού δόκιμου, ικανότητα, αξία
αρχ.-μσν.
γνησιότητα, καθαρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”